|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανασφάλεια? — — ξανασπρίζω — ακατάλυτος — δαιμονίζομαι — απλόχερα — λεγένι — τιμαριούχος — γλυκοζαχαρένιος — απρόληπτος — ανακατεψιάρης — γλυκοσφίγγω — απεράτης — ερεθισμένος — καλοκοιτάζω — αντράλα — περιφρονητής — αλεπουδίσιος — σμιλεύω — λουτρώνας — απαράσκευος — τεχνάζομαι — λυσσιάρης |
|||