ανασφάλεια

формы словаβ
ανασφάλεια



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ανασφάλεια? —


ξανασπρίζωακατάλυτοςδαιμονίζομαιαπλόχεραλεγένιτιμαριούχοςγλυκοζαχαρένιοςαπρόληπτοςανακατεψιάρηςγλυκοσφίγγωαπεράτηςερεθισμένοςκαλοκοιτάζωαντράλαπεριφρονητήςαλεπουδίσιοςσμιλεύωλουτρώναςαπαράσκευοςτεχνάζομαιλυσσιάρης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit