|
ο, η стяжатель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стяжатель? — φιλάρπάγος как с (ново)греческого переводится слово φιλάρπάγος? — стяжатель — εργαλειός — παρδαλός — σκύλίστικος — κυκλαμιά — γεροντόματα — κολοκύθα — φανελλάδικο — γουρσούζικος — επικαρπωτής — βυσσινί — εμετικά — μεθόριος — καφετζής — απιδίτης — ωστήρας — ζουλάω — τηλεκατευθυνόμενος — πρίγκιψ — ομορφονιά — διετία — αθυσίαστος |
|||