|
милитаристский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово милитаристский? — στρατοκρατικός как с (ново)греческого переводится слово στρατοκρατικός? — милитаристский — κατσάδιασμα — ήλθα — ημιονικός — αναρχούμαι — αποζώνω — ημέρευμα — μοναρχο-φασίστας — σκροφίτσα — γνησιότητα — ρεύμα μετατόπισης — εξειλιγμένος — μακρότητα — απάχισσα — εικονικότητα — βοϊδόγλωσσο — ασυμβασία — ζωντόβολο — θαλασσίς — πλινθουργείο — άκομψος — πνευματωδώς |
|||