|
густонаселённый; ~τοικημένη περιοχή — густонаселённая область #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово густонаселённый? — πυκνοκατωκημένος как с (ново)греческого переводится слово πυκνοκατωκημένος? — густонаселённый — γλίτζα — χειροτέχνης — έγδαρα — τυροφάγος — μπόμπα — κιονόβαθρον — εκλεκτικιστικός — καλωδιάκι — δυσμετακίνητος — ανάμερος — παρδαλός — κοντακιά — αιτώ — υπερκαυκάσιος — αερομαχώ — τόλμη — ασφαλτόστρωση — αστέναχτος — κεραυνοβόλία — χιλιαναθεμένος — μουζεβίρης |
|||