|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιοτρίβης? — — μιλλίμετρο — εκμεταλλεύσιμος — σύμμαχος — κάλλια — αλογοτόμαρο — ασηπτώ — αυτοεπίδειξη — ελαιεμπορία — βοών — λουφάρι — κοτσάνι — θραύω — αλφαβητισμός — αμεταποίητος — ακολπος — εξατάξιος — δραματοποίηση — υποκλείδιος — αγερασιά — χαντούμης — εξαντλητικός |
|||