|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διχαστικός? — — πάχνη — ομογλωσσία — δένω — καλαμπόρτζος — καταφρονημένος — οβιδοβόλο — συγχωρήσιμος — σαπροφάγα — βρωμόπαιδο — αποδεσμεύω — κοκαλένιος — ετερολαλία — μήλειος — ξεγαντζώνω — γιδοπρόβατα — ελευθεροκοινωνώ — αποκωδικοποιώ — βουβωνοκήλη — γρόσι — διαρμίζομαι — δασκαλωσύνη |
|||