|
ο кровельщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кровельщик? — στεγοποιός как с (ново)греческого переводится слово στεγοποιός? — кровельщик — μεταμορφωτικός — ηγήτωρ — εξαδέλφη — ατούφεκος — καταφώτιστος — βολφράμιο — αιματοποσία — ζωϊτσα — δυσκολοκίνητος — ένρυθμος — διύγρανσίς — ναρκωτικά — κόμης — αναστατικός — αεροδρόμιο — σύναπάντεμα — αυγαριά — δαμαλιδοκομείον — ασάφεια — κλαπέτο — αργιλωρυχείο |
|||