Новогреческий словарь
στεγοποιός
στεγοποιός
ο
кровельщик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кровельщик
? —
στεγοποιός
как с
(ново)греческого
переводится слово
στεγοποιός
? — кровельщик
#
(ново)греческий словарь
—
φουαγιέ
—
δασύτης
—
εμβάλλω
—
γιγνώσκω
—
λέβα
—
κτηνάλευρο
—
ασπρομουριά
—
αγαρνίριστος
—
πά
—
δαφνίδα
—
συνταγολογία
—
νανοτεχνολογία
—
άγλυκος
—
σαλεπιτζίδικο
—
μεταλλοχημικός
—
αυτοεξυπηρέτηση
—
λαϊκίζω
—
απολέπτυνση
—
δροσάνεμο
—
σιγαστήρας
—
εναγόμενη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве