Новогреческий словарь
Εσθονός
Εσθονός
ο
эстонец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эстонец
? —
Εσθονός
как с
(ново)греческого
переводится слово
Εσθονός
? — эстонец
#
(ново)греческий словарь
—
εσταντανέ
—
καταχθονιότητα
—
κλινοθεραπεία
—
ξεφτισμένος
—
αμουσία
—
δαπανώ
—
δύσφθαρτος
—
οσφρητικότης
—
πάτημα
—
περιαρπάζω
—
κασιδού
—
ξαπλώνομαι
—
όραση
—
ακατάλυτος
—
μπαλτάς
—
δημαρχικός
—
αιματόξυλο
—
αναθυμιατίζω
—
υστέρα
—
άπω
—
εννεακοσιάκις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве