Новогреческий словарь
τραυματιοφορεύς
τραυματιοφορεύς
(-εως) ο воен.
санитар
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
санитар
? —
τραυματιοφορεύς
как с
(ново)греческого
переводится слово
τραυματιοφορεύς
? — санитар
#
(ново)греческий словарь
—
δέρνομαι
—
υποτείνουσα
—
μαυρόκοττα
—
προπερισπώ
—
κριθαρένιος
—
νομοτελεστικόν
—
ιονιστής
—
ανεξάλειπτος
—
ερωτοχτυπημένος
—
μαργαριταρένιος
—
γιαγλίδικος
—
λιθόκονη
—
ανεμορρούφουλας
—
διαγέρνω
—
λεχούσα
—
χόρτο
—
μοιρασιά
—
χαλκογραφικός
—
επιβολέας
—
συννεφόκαμα
—
φασματογράφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве