|
το кашкавал (сорт сыра) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кашкавал? — κασκαβάλι как с (ново)греческого переводится слово κασκαβάλι? — кашкавал — αισχρόλογο — φαρυγγισμός — πεντασθενής — ενδορραχιαίος — φρίκιασμα — γιούλης — μπαγκάζια — περηφάνεια — διαβήτης — χάρακας — ταξιδιάρης — εκσλαυίζω — ξεβουλλώνω — μεθυσμένος — σπινθηροβόλημα — έγχορδα — ξέμετρο — κλίση — ξενητειά — καλωδιακός — αγγελοπρόσωπος |
|||