|
ο раненый; ~ πολέμου — инвалид войны #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раненый? — τραυματίας как с (ново)греческого переводится слово τραυματίας? — раненый — ρούσικος — γαλαζοαίματος — πανελληνίως — συκάς — ανταριάζω — προγενέστερος — αναπνευστήρας — γιάτρεμα — παρήχηση — γροθοκοπανάω — κανακάρισσα — συνέβγαλμα — υπολογισμός — αντιστάθμιση — ορνιός — δόκιμος — κάλπη — αναισθητικός — σύστημα — αραποβλογιά — συνεκδοχικά |
|||