Новогреческий словарь
τραυματίας
τραυματίας
ο
раненый
;
~ πολέμου — инвалид войны
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
раненый
? —
τραυματίας
как с
(ново)греческого
переводится слово
τραυματίας
? — раненый
#
(ново)греческий словарь
—
αβάσκαντο
—
αντιαρθριτικός
—
σεμπρικός
—
κλειδαμπαρώνω
—
σκυθρωπιασμένος
—
νεκρολογία
—
αιματένιος
—
στρατιώτης
—
δουλάκι
—
παράσπιτο
—
σχοινοβατώ
—
μπιρμπίλω
—
νοσηλεύω
—
γκολέττα
—
πολιορκούμαι
—
βυζαντινισμός
—
παραλαλώ
—
στουράκι
—
μεγεθυνηκός
—
πλεόνασμα
—
αναξηραίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве