|
языковедческий, лингвистический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово языковедческий? — γλωσσολογικός как на (ново)греческом будет слово лингвистический? — γλωσσολογικός как с (ново)греческого переводится слово γλωσσολογικός? — языковедческий, лингвистический — βελόνι — ξεκληρίζομαι — αξιόλογα — οξείδιο — ανταγωνισμός — προγεφυρώμα — συγχρονία — αποβλάκωση — τρόπις — διαμαγνητισμός — βρομίζω — μεταλλοποίηση — βροχοσκόπηση — πιετισμός — υπερρεαλιστικός — όλκιμος — ζωντοχήρα — ηλιοστάσιο — αναιμάκτως — επάναγκες — φτωχόμυαλος |
|||