Новогреческий словарь
δρομόμετρο
δρομόμετρο
το мор.
лаг
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лаг
? —
δρομόμετρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
δρομόμετρο
? — лаг
#
(ново)греческий словарь
—
αρράϊστος
—
εξουθενώνω
—
κωλομπινές
—
ανακύλιση
—
στέγνα
—
δασυνόμενος
—
δηλόω
—
φκιασιδού
—
εντάμωση
—
εκχερσώνω
—
ανίδρωτος
—
φυλλοκάρδι
—
φαινόμενος
—
χτυποκάρδι
—
απλοϊκός
—
αναχαιντρώνω
—
ουράνιος
—
μουρτάτης
—
ξεκαρφώνω
—
κεραμιδένιος
—
παρδαλή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,