|
ο мор. 1. оснащение; 2. снасти, оснастка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оснащение? — εξαρτισμός как на (ново)греческом будет слово снасти? — εξαρτισμός как на (ново)греческом будет слово оснастка? — εξαρτισμός как с (ново)греческого переводится слово εξαρτισμός? — оснащение, снасти, оснастка — διόλου — επιπωμάτιση — πρωθυπουργός — αγριοτριανταφυλλιά — άμοιαστος — μακάστα — αποστιλβώνω — ανεπανόρθωτος — παρεκτός — πεταχτά — επικουρίζω — εμβρυοθυλάκιον — ράκος — σφαδαστικός — εθνικοποιούμαι — μηχανικά — θλιμμένος — σχιστότης — κληρικοκρατία — μαλλιοτραβάω — συμφεροντολογικός |
|||