|
αόρ. от πίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επιον? — — απαράβατος — καταστίζω — πένομαι — σπιτικός — δίκωχο — δώμα — φεγγαρήσιος — αμασχάλη — ανθηρότητα — τυράγνιο — τέμπο — γκρά — τσιμεντοπάσσαλος — σουραύλι — υποδιαίρεση — προγναθισμός — καθαιρώ — μαντολίνο — σκιτσάρω — διακριτικό — άρρηχτος |
|||