σφράγισμα

формы словаβ
σφράγισμα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово σφράγισμα? —


ομόθερμοςδυσβάστακτοςδιεθνικότηταμέτωποπαροπλίζωιχθυέλαιοξεμυγιαστήριπροπαγανδίστριαικρίονπροειδοποίησημεσσιανικόςαρραβωνιαστικόςμαστουρομένοςάχριστοωκύπουςαγκώναςνεογνόπολιτογραφώδαιμονολόγοςσυστρατεύομαιδίστιγμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit