|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναδειγμένος? — — απλόχερο — κουτσουλώ — Ιουδαίος — αβούλωτος — πέζο — γιορμάς — αλλόκοτα — ξυπόλυτος — ατάραχος — αντίστεκος — ξεβγάνω — ηγουμενείο — λουκούλλειος — εννεακαίδεκα — ξωμάχος — αρχίτερος — περίζωσμα — φανφαρόνος — γιάμα — αγλήγορα — βρυκολακιάζω |
|||