Новогреческий словарь
ξεκαβαλλικεύω
ξεκαβαλλικεύω
спешиваться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
спешиваться
? —
ξεκαβαλλικεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεκαβαλλικεύω
? — спешиваться
#
(ново)греческий словарь
—
εισήνεγκον
—
προκοίλι
—
μισοκαμένος
—
δικινητήριο
—
βιβλιοσυλλέκτις
—
στενοσχιδής
—
αφυσητός
—
μουρλός
—
φέρμα
—
αβλαφτος
—
κατολισθαίνω
—
παρεμπιπτόντως
—
οφθαλμία
—
αρωματικός
—
μελιά
—
μαυροφορεμένος
—
αφοπλίζω
—
υπερκατανάλωση
—
καρπολογώ
—
αναργυρία
—
ματζάνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве