Новогреческий словарь
έμετος
έμετ|ος
~ός ο
рвота
;
κάνω ~ό — [phrase]меня рвёт[/phrase]
;
τάση γιά ~ό — тошнота
;
μού 'ρχεται ~ — а) [phrase]меня тошнит;[/phrase] б) перен. [phrase]противно до тошноты, с души воротит[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рвота
? —
έμετος
как с
(ново)греческого
переводится слово
έμετος
? — рвота
#
(ново)греческий словарь
—
φορμαλίνη
—
σερβίτσιο
—
ταξινομώ
—
γραμμογράφηση
—
ατζαμιλίκι
—
βλέφαρο
—
κρυστάλλων
—
χατζηλίκι
—
γουργάρα
—
λέβ
—
γαρνιτούρα
—
διαπρύσιος
—
λαϊκότροπος
—
γκρεμισιά
—
χλίανση
—
κατάστεγνος
—
δενδρογαλή
—
αμειψισπορία
—
κοιλίτσα
—
παρερμήνευμα
—
εφημεριδοφάγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве