Новогреческий словарь
λαϊκότροπος
λαϊκότροπος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
λαϊκότροπος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δημαγωγικός
—
φτεροδέρνομαι
—
συναλλαγή
—
ιταλομάθεια
—
οικολόγοι
—
έρπω
—
φαγώνομαι
—
κοκεταρίζομαι
—
τοιχοκόλληση
—
φαρσέρ
—
υδροκέφαλος
—
εμπερικλείω
—
ψήστρια
—
νεφελοειδής
—
ασφαλτούχος
—
χαροπάλεμα
—
κολχόζ
—
καπαρώνω
—
βελτιωτικός
—
λαλητός
—
διαρροϊκός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,