|
ο τό хлебное дерево #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хлебное дерево? — αρτόκαρπος как с (ново)греческого переводится слово αρτόκαρπος? — хлебное дерево — ιταλικά — τάδε — υπερώριμος — κατειργασμένος — νοησιαρχικός — στύβω — προφύλαξη — κλινικός — άχρι — κράζω — γραμματοσημόφιλος — καταξεριάς — ελληνισμός — καχύποπτα — συγκινδυνεύω — ομοειδής — επικαλυπτήριος — ανταλλακτήριος — καταγγελία — υπνοβατικός — εκβολάς |
|||