|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κωλυόμενος? — — ελεγκτικός — καλάγκαθο — αξόφλητος — ώα — μάνα — γκρεμνά — κατακιτρινίζω — χιμάω — ακριτικός — κανονάρχισμα — σχεδίαση — σκληραγώγηση — ξεθεμελιώνω — αντεγκαλούμαι — αισχρολογώ — συνοδηγός — σουρλουλού — πρεβάζι — μυωπία — οριακός — ηλεκτρογεννήτρια |
|||