Новогреческий словарь
κωλυόμενος
κωλυόμενος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κωλυόμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
παιδιακίζω
—
εφταήμερος
—
φυτό
—
σκελετός
—
αξιώνομαι
—
αδυσκόλευτος
—
αντικοινοβουλευτικός
—
επιβραδύνω
—
αέρισμα
—
θυσιάζομαι
—
γαύρα
—
εικονογραφικός
—
σόι
—
κενότητα
—
υδροσύρτης
—
ορθός
—
εργοληψία
—
νεοφοβία
—
θανατώνω
—
φωτοχημεία
—
μεταφορά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω