|
η бочарное дело, производство бочек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бочарное дело? — βυτιοποια как на (ново)греческом будет слово производство бочек? — βυτιοποια как с (ново)греческого переводится слово βυτιοποια? — бочарное дело, производство бочек — επιτροπεύω — τωρινός — αρνάκι — ριζοσπαστικά — δεκαήμερο — ανηφοροκατήφορος — αγαλματουργία — μούσα — ισορροπία — πορνογραφικά — ούρηση — καλαθάρα — ξανακυλάω — ρεβεράντζα — μεταλλοειδής — πεσιά — παρατρεχάμενος — ετερότοπος — γκαντέμω — γυναικόκοσμος — τάς |
|||