Новогреческий словарь
μάνικα
μάνικα
η
шланг, кишка
;
η ~ τού πυροσβέστη — пожарная кишка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шланг
? —
μάνικα
как на
(ново)греческом
будет слово
кишка
? —
μάνικα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μάνικα
? — шланг, кишка
#
(ново)греческий словарь
—
συγκλονιστικά
—
ελαφίδες
—
πετσοκοφτώ
—
αγιόνερο
—
αερογράφος
—
πικέττο
—
μεθερμήνευση
—
βύας
—
βεργάτης
—
αγώι
—
μαγνησιακός
—
άχτιστος
—
ποιότητα
—
ταβάνιος
—
ακροπρεπίδιον
—
εγχειρησούλα
—
αστοργία
—
αποκοίμημα
—
προϋπόθεση
—
ανελεήτως
—
επισκόπηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве