Новогреческий словарь
διαμέσον
διαμέσον
το :
κάνω τό ~ — быть посредником
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαμέσον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
χαρτοπαικτείο
—
ανδρούμαι
—
περατζάδα
—
τριμερώς
—
αμάλωτος
—
ανεμοζάλη
—
ενστικτώδης
—
αμνηστευτικός
—
ισοψηφία
—
σολόδερμα
—
χολαιμία
—
βυνοσάκχαρο
—
τούννέλι
—
γκιουλές
—
κουλούριασμα
—
γεωργός
—
ταγίζω
—
βλαστοφόρος
—
απομακρύνομαι
—
αργυρόβουλο
—
δροσεράδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве