Новогреческий словарь
εξοικειώνομαι
εξοικειώνομαι
привыкать, свыкаться
;
—ώνομαι μέ όλον τόν κόσμο — сблизиться со всеми
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
привыкать
? —
εξοικειώνομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
свыкаться
? —
εξοικειώνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξοικειώνομαι
? — привыкать, свыкаться
#
(ново)греческий словарь
—
χαρτομάντις
—
γραμμομόριο
—
νυμφομανής
—
παιδοκόμος
—
ανοίκιαστος
—
διμεταλλικός
—
χρυσολάμπω
—
δόντι
—
Τσεχοσλοβακία
—
βορεινός
—
παχύδερμος
—
αερομοντελιστής
—
διαξύω
—
καμπάνα
—
προσηνής
—
παρονομάζομαι
—
εγγονάκι
—
καμωτός
—
μοτίβο
—
πυροτεχνουργία
—
πεθαμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве