|
η чрезвычайная острота слуха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чрезвычайная острота слуха? — υπερηκοΐα как с (ново)греческого переводится слово υπερηκοΐα? — чрезвычайная острота слуха — τσιμπλού — αναιρέσιμος — νεκροκρέβατο — μπακαλόπαιδο — οξύμαχος — παινεσιάρης — τεκνογονώ — ξανθομούστακος — όχθος — εξοντωτικός — αναγάλλιασμα — υγροσκοπικός — φραγγέλωση — παρακάτου — εγχελύδιον — αποκρουστήρας — κυτταροστατικός — αντιμεθαύριο — δυσκολοσπόδειχτος — κατάστημα — δασολογία |
|||