|
ускоряющий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ускоряющий? — επιταχυντικός как с (ново)греческого переводится слово επιταχυντικός? — ускоряющий — πριγκιπάτο — οδογράφος — αποτεφρώνομαι — επικλινής — τρύγος — υαλουργείο — λήγων — χαλκοπλάστης — μουσουργός — βούζια — πείρος — αποτύπωμα — αναγερτά — σιάζω — επιβολέας — κάδος — μαλλί — βουβαμός — κοκκινομάλλης — λεπτουργικός — αλογίκευτος |
|||