Новогреческий словарь
ανατιμώ
ανατιμώ
поднимать цену
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
поднимать цену
? —
ανατιμώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανατιμώ
? — поднимать цену
#
(ново)греческий словарь
—
ελλιμένισίς
—
καταγωγή
—
παραβολή
—
σκαριφισμός
—
σύγκραμα
—
αδιήγητος
—
νικοτίνη
—
ασυμβίωτος
—
νεκροσκοπία
—
έγγιστος
—
επιγράφω
—
γνέφος
—
ολιγανθρωπία
—
ιστιοφορώ
—
φορτηγήσιος
—
αποκτιέμαι
—
σκοπιά
—
ίσχνεμα
—
ραδικόζουμο
—
διασαφήνιση
—
μαρμαράς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве