|
η присест; στήν ~ — в один присест; τρώγω στήν ~ μου — съесть за один присест #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово присест? — κατσιά как с (ново)греческого переводится слово κατσιά? — присест — καταχτητικός — αμπολή — εξαχνίζω — χορήγηση — πρωτάτο — ακαθίδρυτος — αεροπειρατής — στυφάδα — βούλιγμα — πέραμα — σηπτικότητα — ασπρολίθι — αρχοντίκι — ξεκάρδισμα — βροντολαλώ — μοναχοθυγατέρα — απαρνησιά — αισθαντικά — ξεδιαλεγμένος — καβαλίκεμα — βερολινέζικος |
|||