άσπρισμα

формы словаβ
άσπρισμα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово άσπρισμα? —


μαϊμουδίσιοςγλίτζαγίδαζευγάρισμααμελέτηταφιλόμοοσοςψευδοτρόπιδαεναγήςμέλλονταςγράμμωσηχρεοκοπημένοςγερμανομανήςγεφυρόζευγμαετερόστομοςπαραβλέπωεξαμερικανισμόςμαλαπέρδαδαρβινικόςδιαβολοκόριτσοπλατανιάςβρυκολακιάζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit