Новогреческий словарь
ψωροπερήφανος
ψωροπερήφαν|ος
кичливый, высокомерный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кичливый
? —
ψωροπερήφανος
как на
(ново)греческом
будет слово
высокомерный
? —
ψωροπερήφανος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ψωροπερήφανος
? — кичливый, высокомерный
#
(ново)греческий словарь
—
υπερπροστατεύω
—
υστερόβουλος
—
ελκτικός
—
προσωπίδα
—
στοιχίζω
—
μεγαλόθυμος
—
εξηκοντάκις
—
βέργα
—
χάρισμα
—
περίγραμμα
—
άστροφος
—
ανθρωπογνώστης
—
κουκούλλωμα
—
κρεββατώνω
—
απροπαρασκεύαστος
—
μονοχρώματος
—
φυγοδικία
—
ανεμοχάφτης
—
γουνάτος
—
λοβιτουρατζής
—
βαλτότοπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве