|
η фасоль (растение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фасоль? — φασολιά как с (ново)греческого переводится слово φασολιά? — фасоль — επιφοιτώ — θαυματουργία — πολιτειολόγος — στραβομούρης — προδιάσκεψη — περιτραχήλιο — επικαρπούμαι — λιπαντικά — φιαλοθήκη — ακριβαγορασμένος — αντιπείθω — αναταράσσω — ανότιστος — χιλιάρικος — ζυγοδάκτυλος — γεροντοπαλλήκαρο — ποδίτσα — ευσχημοσύνη — κ — φυλάττω — δάνεισμα |
|||