Новогреческий словарь
απέμφραξη
απέμφραξη
(-εως) η
расчистка
;
η ~ τής διώρυγας — расчистка морского канала
;
~ του οδόντος — снятие пломбы с зуба
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
расчистка
? —
απέμφραξη
как с
(ново)греческого
переводится слово
απέμφραξη
? — расчистка
#
(ново)греческий словарь
—
κρανιομετρικός
—
διαλείπω
—
αφίδρωση
—
αλιόφως
—
αστροφόρος
—
οραγκουτάγκος
—
αρβύλη
—
δίστροτο
—
γαργιάρης
—
αδιάλειπτος
—
ρητινοφόρος
—
τερματικό
—
πρωτοπορεία
—
σταυροπάτης
—
απιδόκρασο
—
καντηλέρι
—
πρωταρχινίζω
—
ξερολίθι
—
ελαφρολογώ
—
εκεχειρία
—
αβδηρντχσμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве