Новогреческий словарь




πρωτοβλέπω

πρωτοβλέπω
(αόρ. πρωτοείδα, πρωτόειδα) увидеть впервые


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово увидеть впервые? — πρωτοβλέπω
как с (ново)греческого переводится слово πρωτοβλέπω? — увидеть впервые


#(ново)греческий словарьέντριψηεξαήμεροαπογιομίζωαθήρευτοςχλαπάτσακαρναβαλίστικοςεχτέςκολιέδιακλαδούμαιανέρρηξακαβαλώαραποσυκιάραγισματιάπροσεπιμέτρησηκόζιφρέσκοολίγοςυποτιμητικόςφαρμακευτικόςαδάμαστοςανάδυση


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω