|
(αόρ. πρωτοείδα, πρωτόειδα) увидеть впервые #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово увидеть впервые? — πρωτοβλέπω как с (ново)греческого переводится слово πρωτοβλέπω? — увидеть впервые — ανυφαντό — αγκωνάρι — εξωφρενισμός — ρούς — τοσουλάκι — διάκοιλος — μποά — αιματοκαλλιέργεια — δικαιοπραξία — πολυκαιρίτικος — ατσίδα — ανακλητικό — πόντικας — βαρήσκιωτος — μοιράζω — ατμιστήρας — παμμακάριστος — μπαγιατοπάζαρο — ξάρτι — Σουηδέζα — αδιάστροφος |
|||