|
ο колесо экипажа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колесо экипажа? — αμαξοτροχός как с (ново)греческого переводится слово αμαξοτροχός? — колесо экипажа — εκτρέχω — ποιότητα — αναλόγως — πολιορκητικός — ιδρυματοποίηση — παραδειγματικώς — μαγειρευτός — ζεύξιμο — υδραργυρούχος — ακαιγος — επανίδρυσις — ανεμουρδώνω — δυσμετάθετος — χρονομηχανή — αετονύχισσα — δεκαοκταπλάσιος — μαχμούρικα — μανιοκατάθλιψη — ποινικά — δριμύς — εύφωνος |
|||