|
(αόρ. συνέμιξα, παθ. αόρ. συνεμίχθην и συνεμίγην, μετχ. πρκ. συμμεμιγμένος) смешивать, перемешивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смешивать? — συμμιγνύω как на (ново)греческом будет слово перемешивать? — συμμιγνύω как с (ново)греческого переводится слово συμμιγνύω? — смешивать, перемешивать — ανενδοίαστος — λανθασμένος — γυμνοσάλιαγκας — καταμοσχεύω — μέλλον — τεντώνω — ολοτρίγυρα — ριζιμιός — αλαφροχειμωνιά — γαλατόπιττα — απανωβάζω — ευκλεής — νευρωτικός — ασεβης — πρωϊνή — κυττάζω — κουράδω — απείκαστος — μπινιάρης — μασουλώ — βελούδο |
|||