|
η грех; είναι ~ — грешно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грех? — αμαρτία как с (ново)греческого переводится слово αμαρτία? — грех — υαλοποιώ — ευκτήριον — φαρμακοτεχνική — ζωοψυχολογία — κουκλί — μοσχοκάρυδο — εγέρθητι — τριβέλλισμα — προκληροδότημα — γνώρα — βερίκουκκο — ραμολιμέντο — ωτορινικός — πράκτορας — επιστρέφω — ανθέλαιον — νεραντζάκι — μπαλαουρτζής — δήλος — διάκι — ασκληπιάδης |
|||