|
παρακ. от εγχέω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εγκεχυμένος? — — ομοιοθερμία — γούβαθος — κανονίδι — ολοφάνερα — νηφάλια — υίοθεσία — αναθεμελιώνω — ασπλάγχνος — μειονεκτώ — αποκρίνομαι — ρητινέλαιο — Ιταλός — υπεραστικός — λαουτάρης — Αμπελόκηποι — πυρπολώ — μούλκι — εγκατασταίνω — υπερεγώ — ξενότροπος — δυάς |
|||