|
шпаклевать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шпаклевать? — επιπλάσσω как с (ново)греческого переводится слово επιπλάσσω? — шпаклевать — τρήση — τρεχάματα — κοινωνιολογικός — εγγλεζομαθημένος — αψιθάτο — λαϊκή — ιδρύτρια — εξευτελιστικά — αντιστηρίζω — φεγγαρογεμισιά — βελέσι — πυρομανία — ξερόχορτο — φυρονεριά — ανανέωση — εβδομήκοντα — ελεφαντοκόκκαλο — μάσκα — κοτολέττα — μονάστρια — ανθίζομαι |
|||