|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πούλος? — — ουροκυστίτιδα — κτίζω — φυσικοθεραπεία — κωνοφόρος — μαγυαρικός — ανθεστήρια — αντισκωριακός — δικαιωμένος — εμπορευματοκιβωτιοφόρο — κατηγόρια — παράλλαγμα — λαχανί — επασχολούμαι — στραπατσάρω — εμπλάστρωμα — σπινθήρισμα — αίσθηση — γέλωτας — λειότητα — μακαρίτικος — κουφόνοια |
|||