|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κωλόφαρδος? — — γεμάτα — σταματάω — ψυχομάχητό — ευωχούμαι — στενοπορία — ξεπεσμένος — αφρολόγος — γενναιοψυχία — εδρεύω — καμαρίλλα — ανάρδευτος — εβένινος — ενθέμιον — ψαλίδωμα — καφεδής — εξηγώ — προφορά — λεμφοκύτταρον — μινιμαλιστικός — νοσηλεύω — αθροιστικός |
|||