|
ο отвращение, омерзение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отвращение? — αποτροπιασμός как на (ново)греческом будет слово омерзение? — αποτροπιασμός как с (ново)греческого переводится слово αποτροπιασμός? — отвращение, омерзение — παράσπονδος — κρυόβρυση — πασιφανής — απατεωνιά — μηχανολογικός — μετράω — χοντροδουλεμένος — χριστεπώνυμος — νίτρο — αιθερόλαμνος — μεταφυτεύω — προβληματίζομαι — κουτσουριάζω — αίρα — τσαμπουκαλής — δαπανηρός — συγχρόνιση — αρχιεπισκοπεία — οκτακοσιοστός — μισθουλάκος — σκληροκαρδία |
|||