|
брюнет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово брюнет? — μελαχρινός как с (ново)греческого переводится слово μελαχρινός? — брюнет — επιμαρτυρώ — χρονόμετρο — ραδιοθεραπευτικός — λαβείν — αρινός — επικοινωνιακά — λογχομαχία — μάζωμα — ψυχογραφία — επτατομικός — παραψαλιδίζω — απειρία — υπναράς — πολιτική — απολεπίδωση — χρωμοτυπογραφία — αποκολλώμαι — απροπαρασκεύαστος — δεκαπεντάωρος — κώλαρος — γιατρεύω |
|||