|
исхудать, высохнуть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исхудать? — αποσαρκώνομαι как на (ново)греческом будет слово высохнуть? — αποσαρκώνομαι как с (ново)греческого переводится слово αποσαρκώνομαι? — исхудать, высохнуть — ορυζάλευρο — τουρλώνω — ρεφραίν — αποσυνάγωγος — θαυμαστικά — ανδράποδο — σκιαζούρα — αστακοουρά — θερμοπερατός — πυκνοκατοίκητος — φελούκα — πεμπτημόριο — ανεμοσκορπίδια — βασιλοκτόνος — μετρολογία — τοκάρω — βαμβακοκλώστρια — αχθοφορικός — σπαχής — θεριό — χορτοκόπος |
|||