Новогреческий словарь
διπληγία
διπληγία
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διπληγία
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σύμφυρση
—
καταβάλλομαι
—
ωογόνιο
—
μαεστρία
—
ασπερούγον
—
μοναρχώ
—
συμβάλλων
—
αγγρισμός
—
υδροβιολογικός
—
φασκελώνομαι
—
ιδιοκτήτρια
—
πόδιον
—
ψευδόθυρον
—
θιασώτις
—
μασητήρ
—
αναφροδισία
—
άπνους
—
παλαιοπώλης
—
γυαλίζομαι
—
δεί
—
παλατιανός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве