|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διπληγία? — — ξενοκίνητος — ξαντικά — ατομικιστής — τερετίζω — παραγώνι — κοπάζω — εγκεχυμένος — διαπαλαίω — Αραπίνα — γλαυκόχρους — κροτωνέλαιον — λαρδί — αμολλητός — εμβολοφόρος — Βρυξέλλες — μούρτζινος — ολοχρονής — τσάτσα — βάκτρο — γαλβανοπλαστική — καραβιά |
|||