Новогреческий словарь
εξουδετερωτικός
εξουδετερωτικός
прям., перен.
нейтрализующий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нейтрализующий
? —
εξουδετερωτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξουδετερωτικός
? — нейтрализующий
#
(ново)греческий словарь
—
τεσσαρακονθήμερο
—
πεντακισχίλιοι
—
οικονομολόγος
—
προδρομικά
—
εκκύβευση
—
απληστος
—
φακόρυζο
—
πολυαρθρίτιδα
—
καλαρχινω
—
αλάδωτος
—
επιχορηγία
—
αδιαπέραστα
—
μεγαλοφροσύνη
—
αρχιθησαυροφύλακας
—
μυθοποιία
—
σφαδάζω
—
κείμαι
—
απόπνοια
—
ανυφάντης
—
λουκούλλειος
—
εχθρός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве