Новогреческий словарь
επτάτοξος
επτάτοξ|ος
имеющий семь сводов
(арок, пролётов);
~ γέφυρα — мост с семью пролётами
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
имеющий семь сводов
? —
επτάτοξος
как с
(ново)греческого
переводится слово
επτάτοξος
? — имеющий семь сводов
#
(ново)греческий словарь
—
ρετσινόκολλα
—
δερβένι
—
ανεμόκουνι
—
κοντοβασίλεμα
—
πισινός
—
κουβαρνταλίκι
—
επαναταξινόμηση
—
χάννος
—
υδροκεφαλισμός
—
ψιλός
—
ευκολομεταχείριστος
—
καλαμπουρίζω
—
φινέτσα
—
γιορντανάτος
—
συμμετοχικά
—
χαρτώνω
—
αμύριστος
—
έκταση
—
νεοφασίστας
—
μάλα
—
προκαταβάλλω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,