|
το мор. бом-брамсель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бом-брамсель? — φωσώνιον как с (ново)греческого переводится слово φωσώνιον? — бом-брамсель — ερπυσμός — μιασματικός — γαμπριάτικος — καμήλα — ποινικολόγος — θαιρός — χλωράδα — αλογογιατρός — ριζοσπάστρια — κοσμοναύτης — δέν — ακριτομυθία — πυροσβεστικός — καλαφατίζω — βαροθερμογράφος — φουγού — νοσοκομειακό — ψυχοφυσικός — πλευριτικός — αποχρωματίζομαι — διαισθησιαρχία |
|||