|
(αόρ. (ε)μαρινάρισα ) мариновать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мариновать? — μαρινάρω как с (ново)греческого переводится слово μαρινάρω? — мариновать — ροταριανός — συγκεκριμένος — αρεός — ηλιολατρεία — αρβανιτοχώρι — ξηλώνομαι — σχεδόν — αποστάλαγμα — εγκρίνω — ξεκαρδιστικός — κηδεστής — οκτάτομος — εκτραχηλισμός — ηλεκτροκαρδιογράφος — βασικός — ληστοτρόφος — ρόδο — ψιθυριστά — ατμοσφαιρικά — δημοπράτηση — εκρηκτικά |
|||