Новогреческий словарь
μαρινάρω
μαρινάρω
(αόρ. (ε)μαρινάρισα )
мариновать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мариновать
? —
μαρινάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαρινάρω
? — мариновать
#
(ново)греческий словарь
—
καπνιστήριο
—
εφταπλάσιος
—
ρητινώνω
—
ασύγχυστος
—
ανύπαντρος
—
πάγιος
—
ασπατάλητος
—
αμελώδητος
—
αδικογεράνω
—
ζερβιός
—
ιατρική
—
αναγελώ
—
ποταπός
—
μελισσουργείο
—
δεμένος
—
επιμελημένος
—
τίποτε
—
εξίσταμαι
—
σαλίγκαρος
—
διαγουμάω
—
εδικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве